- μετασωμάτωση
- η(γεωλ.-πετρογρ.) σύνολο διεργασιών μεταμόρφωσης που συνεπάγονται ουσιαστική αλλαγή τής χημικής σύστασης τού αρχικού πετρώματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεωφυσική — Η επιστήμη που μελετά τις φυσικές ιδιότητες της Γης. Είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους αρχαιότερους κλάδους των ανθρώπινων γνώσεων, γιατί τα φυσικά φαινόμενα πάντα προκαλούσαν ενδιαφέρον και δέος στον άνθρωπο. Παρ’ όλα αυτά, η γ. εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
σιδηροπυρίτης — Ορυκτό του σίδηρου και του θείου (FeS2), πολύ διαδομένο στη φύση. Κρυσταλλώνεται στην παρημιεδρία του κυβικού συστήματος, προκαλώντας το σχηματισμό μιας ευρείας κλίμακας κρυσταλλικών μορφών· συνηθέστερες είναι η κυβική, η οκταεδρική, η… … Dictionary of Greek
γαληνίτης — Ορυκτό που η χημική του σύσταση καθορίζεται ως θειούχος ένωση του μολύβδου (PbS). Αποτελεί ένα από τα 300 και πλέον μέλη της ομάδας των θειούχων ορυκτών. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα (ολοεδρία), σε κρυστάλλους καλά διαπλασμένους, με μορφή… … Dictionary of Greek
διαγένεση — Όρος της γεωλογίας ο οποίος περιλαμβάνει το σύνολο των φυσικοχημικών και μηχανικών φαινομένων που μετατρέπουν τα ασύνδετα ιζήματα σε πραγματικά πετρώματα, τροποποιώντας τη δομή, τον ιστό ή ακόμα τη χημική τους σύσταση. Μετά τη διάβρωση πετρωμάτων … Dictionary of Greek
δολομιτίωση — Η μετατροπή ενός ασβεστολιθικού κυρίως πετρώματος σε δολομίτη. H δ. μπορεί να συντελεστεί με τρεις τρόπους: με αντικατάσταση του ανθρακικού ασβεστίου από ανθρακικό μαγνήσιο (μετασωμάτωση), που είναι και ο πιο συνηθισμένος τρόπος· με εμπλουτισμό… … Dictionary of Greek